- θεοκρισία ή θεοδικία
- Αποδεικτικό μέσο, στο πρωτόγονο δίκαιο, που συνδεόταν με την πίστη ότι η κατάλληλη δοκιμασία του κατηγορούμενου είναι δυνατό να προκαλέσει την ορατή απάντηση των υπερφυσικών όντων σχετικά με το ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής του. Η θ. συνηθιζόταν στις περιπτώσεις εκείνες όπου έλειπαν τα απαραίτητα στοιχεία για την απόδοση της δικαιοσύνης και το κύρος της, στον βαθμό που είχε θεία προέλευση, ήταν απόλυτο. Αυτός ο τρόπος απονομής του δικαίου εφαρμόστηκε κυρίως κατά τον Μεσαίωνα, οπότε η θεοκρατική οργάνωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας δικαιολογούσε την επέμβαση του θείου στα ανθρώπινα πράγματα για την προστασία της εγκόσμιας αρμονίας. Οι θ. μπορούν να διακριθούν, σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, σε δύο κατηγορίες: η πρώτη αφορά τις θ. κατά τη διάρκεια ποινικής ή αστικής δίκης με σκοπό την οριστική κατοχύρωση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης και η δεύτερη τις θ. εκείνες που είχαν σκοπό την ανακάλυψη του δράστη της αξιόποινης πράξης. Τα μέσα που χρησιμοποιούνταν για τη θ. ήταν το δηλητήριο, το παγωμένο ή το καυτό νερό, η φωτιά, η σταύρωση κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.